- κατσαρώνω
- κατσάρωσα, κατσαρώθηκα, κατσαρωμένος, κάνω κάτι κατσαρό ή γίνομαι κατσαρός: Είναι ειδική στο να κατσαρώνει μαλλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατσαρώνω — κατσαρώνω, κατσάρωσα, κατσαρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατσαρώνω — [κατσαρός] 1. κάνω κάτι κατσαρό, σγουραίνω («κατσάρωσε τα μαλλιά της») 2. γίνομαι σγουρός 3. (για φυτά) αναρριχώμαι ελικοειδώς … Dictionary of Greek
φριζάρω — Ν σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friser «βοστρυχίζω, κατσαρώνω τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek
ακατσάρωτος — η, ο [κατσαρώνω] αυτός που δεν είναι κατσαρωμένος ή δεν μπορεί να κατσαρωθεί, να γίνει κατσαρός … Dictionary of Greek
βοστρυχίζω — (Α) [βόστρυχος] 1. σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά 2. (για ύφος λόγου) πλέκω, στολίζω … Dictionary of Greek
καταγκυλώ — καταγκυλῶ, όω (Α) 1. (για τις τρίχες τού κεφαλιού) κάνω κάτι κυματώδες, «κατσαρώνω» 2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὸ κατηγκυλωμένον η λοξότητα, η στρεβλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγκυλῶ (< ἀγκύλος)] … Dictionary of Greek
κατσάρωμα — το [κατσαρώνω] 1. το να κάνει κάποιος κατσαρό κάτι, να τού μεταβάλει το σχήμα και να τό κάνει σγουρό 2. (για φυτά) ελικοειδής αναρρίχηση … Dictionary of Greek
κατσαρωτός — ή, ό [κατσαρώνω] κατσαρός, σγουρός … Dictionary of Greek
κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… … Dictionary of Greek
οντουλάρω — προσδίδω κυματοειδές σχήμα στα μαλλιά με τεχνητό τρόπο, σγουραίνω, κατσαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. onduler < onde «κύμα» (< λατ. unda «κύμα»)] … Dictionary of Greek